Λαικές Παροιμοίες
- Α β ρ α κ ο υ ς βρακί δέν ειδι, ειδι του βρακί κι χέσ'κι
- Αγαπάει ού θιός τούν κλέφτ', αγαπάει κι του νοικουκύρ'
- Οπου αγαπάει πιδεύ'(ει) (παιδεύει)
- Αγια Βαρβάρα βαρβαρών’, Αγιος Σάββας σαβανών’ κι Αγιος Νικόλας παραχών'.
- Τ' άσπρισι τά γένια τ' ό Αι - Νικόλας (χιόνισε του Αγίου Νικολάου)
- Εφτασι τ' Αγιου Λουκά σπεiρτι στιάρια στά Βαρκά!
- Αν δέν έρθω τ' Αγιου Μηνά, τ’ Αγιου Φιλίππ' εiμαι μέσα
- Κατά που μι (με) πούλησις άγόρασις (αγόρασες)
- Οταν πλιουν, άγουράζουν
- Ανθρουπους αγράμματους ξύλου άπιλέκητου
- Ήρθαν τ' άγρια νά διώξουν τά ημιρα
- Τ' aγώϊ ξυπνάει τούν aγουγιάτ' (αγωγιάτη)
- Αι - Δημητράκη μικρό καλουκιράκι.
- Λέγεται διά τάς καλοκαιρινός όντως ενίοτε ημέρας του Όκτωβρίου (Αι - Δημήτρη). ( Ό λαός διατυπώνει την παροιμίαν αυτήν λίαν ευφυώς και με μίαν μόνον λέξιν: γουμαρουκαλόκιρου! )
- Φίλους (φίλος) ακάλιστους καθάριους διακουνιάρ'ς
- Ενα χρόνου άκλαδου πέντι χρόνια έρημου (ερημο)
- Ακόμα δέν τούν είδαμι, Γιάνν’ τούν ειπαμι (είπαμε)
- Αντάμα κουβιντιάζουμι κι αχώρια (χωριστά) ακούμι
- Οπου ακούς πουλλά κιράσια κράτα κι μικρό καλάθ'
- Ακριβός στά πίτυρα κι φτηνός στ' αλεύρ’
- Μπάτι (ε) σκύλ'(οι) αλέστι (ε) κι αλεστικά μη δίνιτι (δίνετε)
- Βγήκι κ' ή αλιπού στού παζάρ'
- Ή πονηρή αλιπου πιάνιτι κι απτ' τα τέσσιρα
- Σάν τού λύκου κι την αλπού μι τού στιάρ' κι τ’ άχυρου
- Απού μικρό πιδί κι μιθυσμένου μαθαίνεις την αλήθεια
- Λέγε πάντα την αλήθεια νά 'χης ταό θεό βοήθεια
- Αλλους κρατάει τήν κανίστρα κι άλλους τρώει τά σημίτια
- Οποιους σκάβ' τ' αλλουνού τού λάκκου, πέφτ' ή ίδιους μέσα
- Αλλού ού παπάς κι αλλού τά ράσα τ'
- Αλλού τά κακαρίσματα κι αλλού γιννάν οι κόττις
- Αλλού τού όνειρου (τό όνειρο) κι αλλού του θάμα (θαυμα)
- Απ' τήν άναβρουχιά καλό εινι κι τού χαλάζ'
- Αναβε τό λυχνάρι σου προτού νά σ' ευρ' ή νύχτα
- Οποιους ανακατεύιτι μι τά πίτυρα, τούν τρων’ οί κόττις
- Ανιμουμαζώματα διαουλουσκουρπίσματα
- Τ' άνταμ'κό κι τού έρμου ειν' ένα,
- Η λύκους τήν αντάρα χαίριτι (χαίρεται)
- Απιαστους (άπιαστος) κλέφτ'ς καθάριους νοικουκύρ'ς
- Αν εισι κι παπάς, μέ τήν αράδα σου θά πάς
- Αραιά γιά ν’ αγαπιόμαστι
- Οσου αριώνουν (αραιώνουν) τά σκόρδα τόσου χουντραίνουν
- Εμ άρνάτα έμ μαλλάτα εμ τ' αρνί θηλ'κό
- Πολλοί οί νεκροί πού κάθονται στ' άρρωστου τό κεφάλι
- Άσκουπους ού νους διπλός ου κόπους
- Αύγουστε, καλέ μου μήνα, νά 'σαν δυο φορές το χρόνο!
- Τ' άψύ τού ξίδ* τ' άγγειό τ' χαλάει
- Είνι β α ρ ε ι ά ή καλουγιρική
- Τούν φταίει τού γουμάρ' κι βαρεί τού σαμάρ'
- Αντί νά βουγγήσουν τά βόδια, βουγγάει ού αμαξας
- Βουή (βοή) λαού ουργή (οργή) θεού
- Οσου βουηθάει ή νύχτα κι ή αυγή ούτι ή μάννα ούτι ή αδιρφή
- Βρήκι ή νύφ' τού υνί πίσου άπ' τήν πόρτα!
- Γκύλ'σι ή τέντζιρης κι βρήκι τού καπάκι τ'
- Οπούς βρήκις, νύφη μ', οχι οπους ήξιρις (ήξερες)
- Φύλαξε μι, οταν μ' ευρης, για νά μ' εχης, οταν θέλης
- Βρουντάν τά σίδερα, βρουντάει κι ή σακκουράφα
- Πιρασμέν' βρουχή κάπα δε χρειάζιτι (χρειάζεται)
- Κι τά βαρειά κι τ' αλαφρά στού γάιδαρου
- Γιά τού γαμπρό γιννάει κι η κόκκουρας
- Ου γαμπρός γιος δέ γίνιτι (γίνεται) κι ή νύφ' θυγατέρα
- Γενάρη μήνα κλάδευε φεγγάρι μή 'ξετάζης
- Πίττα, κόττα τού Γινάρ' κόκκουτα τούν Άλουνάρ'
- Χιόνι πέφτει τό Γενάρη, χαρές θά 'χωμε τον Άλωνάρη
- Μι γκαβόν θά κοιμ'θής, τού προυΐ θά γκαλιουρίζ'ς
- Ποιος γκαβός δέ θέλ' τά μάτια τ';
- Πάει ή γκαμήλα νά τή βάλουν κέρατα, την έκουψαν κι τ' αυτιά
- Γλώσσα παπούτσ' μυαλό κουκκούτσ'
- Πάει ή γλώσσα της ρουδάν’ (ι).
- Κάλλιο γνώσ'(η) παρά γρόσ'(ι).
- Ενα γουμάρ' εινι στου παζάρ'...
- Γρούν’ στου σακκί...
- Ούλα τά γ'ρούνια μιά (τήν ίδια) σούρλα έχουν
- Μάθι νέος γράμματα, νά 'χης καλά γιράματα
- Κάλλιο γρόσ' παρά γνώσ'(η)'
- Ούτι γρόσ' στη σακκούλα ούτι ντέρτ' στην καρδούλα
- Εμαθι γυμνός κι ντρέπιτι ντυμένους
- Η πρώτ' γυναίκα δούλα κι ή δεύτιρη κυρά
- Η γριά νιράγγ'ρου γύριυι (γύρευε) τώρα τού μ'σουχείμουνου
- Ή γριά δεν εΐχι δ'λειά κι άγόραζι γ'ρουνόπλα.
- Δουλεύουν τ' άλουγα κι τρων τά γαϊδούρια
- Δούλιψέ μι κακουρρίζικι νά μή γίνου σαν ισένα
- Δυό αγγούρια δέ χουράν σι μιά άμασχάλ'(η)